στόμα

στόμα
(Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το προστόμιο, και σ’ ένα εσωτερικό, το κυρίως σ. και είναι επενδυμένο από βλεννογόνο, που αρχίζει από το άκρο των χειλέων και συνεχίζεται πίσω με εκείνο του φάρυγγα. Στο εσωτερικό των παρειών, αντίστοιχα προς το δεύτερο άνω γομφίο, βρίσκεται το στόμιο του εκφορητικού πόρου της παρωτίδας (του Στενόνε). Ο θόλος του σ., ή υπερώα, κοίλος κατά την προσθιοοπισθία και εγκάρσια διάμετρο, χωρίζεται από τις ρινικές κοιλότητες που βρίσκονται από πάνω μ’ ένα οστεο - υμενώδες διάφραγμα, που αποτελείται από διάφορα οστά στο μπροστινό τμήμα του (σκληρά υπερώα) και από το υπερώιον ιστίον (μαλθακή υπερώα) στο πίσω τμήμα του. Για τη σωστή αναπνευστική λειτουργία είναι σημαντική η διατήρηση του κανονικού σχήματος της υπερώας· στα άτομα που πάσχουν από υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων, και γενικά από ατέλειες της μύτης, η υπερώα αλλάζει το σχήμα της και γίνεται γωνιώδης. Το υπερώιον ιστίον σχηματίζεται από διάφορους μυες, οι οποίοι όταν συσπώνται κλείνουν την πίσω κοιλότητα του σ.: αυτό ακριβώς συμβαίνει κατά το θηλασμό του μητρικού γάλακτος από το νεογνό. Τουναντίον, όταν απαιτείται η κατάποση από το σ. στο φάρυγγα, το υπερώιον ιστίον ανυψώνεται εμποδίζοντας έτσι την παλινδρόμηση των τροφών προς τις υπερκείμενες ρινικές κοιλότητες. Όταν παραλύσουν οι μύες που το αποτελούν, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά τη διαδρομή της διφθερίτιδας, τα υγρά παλινδρομούν από το σ. στις ρινικές κοιλότητες, ενώ διαταράσσεται και η ομιλία. Στο σ. περιλαμβάνονται τα δόντια και η γλώσσα, της οποίας οι κινήσεις περιορίζονται κάπως από μια πτυχή του βλεννογόνου της, που βρίσκεται στην κάτω της επιφάνεια και ονομάζεται χαλινός. Η υπερβολική βραχύτητα αυτού μπορεί να εμποδίζει τις κινήσεις της γλώσσας, κατάσταση που πρέπει να διορθώνεται δια της τομής του χαλινού. Πλάγια του χαλινού εκβάλλουν οι εκφορητικοί πόροι του Ουόρτον, αγωγοί που οδηγούν στη στοματική κοιλότητα το σάλιο, που παράγουν οι υπογνάθιοι σιελογόνοι αδένες. Από τις παθολογικές καταστάσεις της υπερώας αναφέρουμε πριν από όλα εκείνες που οφείλονται σε διαταραχές της εμβρυϊκής ανάπτυξης: σ’ αυτές ανήκει το λυκόστομα που συνίσταται στην παρουσία σχισμής στην υπερώα και συχνά συνοδεύεται από ανάλογη σχισμή στα χείλη (λαγώχειλος). Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται η πλαστική χειρουργική επέμβαση, όχι μόνο για αισθητικούς λόγους αλλά και για λειτουργικούς (ανικανότητα θηλασμού κ.ά.). Στο σ. μπορεί να εμφανιστούν νεοπλασματικές, φλεγμονώδεις (στοματίτιδες) και δυστροφικές (π.χ. αλλοιώσεις από αβιταμίνωση) διεργασίες, που μπορεί να προσβάλλουν καθένα από τα διάφορα μέρη του.
* * *
το, ΝΜΑ, και στόμας, ο, Ν, και αιολ. τ. στύμα Α
1. το άνοιγμα στο μπροστινό και κάτω τμήμα τής κεφαλής τών ανθρώπων και τών ζώων, το διευρυμένο ανώτερο τμήμα τού πεπτικού σωλήνα, το οποίο μπορεί σε διάφορους οργανισμούς να ασκεί και λειτουργίες μη πεπτικές, όπως είναι η αναπνοή, η φώνηση, πράξεις επιθετικές ή αμυντικές, η μεταφορά τών νεογνών ή αντικειμένων κ.ά. (α. «μη μιλάς με γεμάτο στόμα» β. «τὸ στόμα τοῡ βοός», Νίκ.
γ. «τοῡ δὲ πολὺ πρότερον κεφαλή, στόμα τε, ῥινές τε οὔδεϊ πλῆντο», Ομ. Ιλ.)
2. λαλιά, λόγος, ομιλία, τρόπος ομιλίας (α. «έχει άσχημο στόμα» — μιλάει άσχημα
β. «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῑν στόμα καὶ σοφίαν», ΚΔ
γ. «κἄν καλὸν φυρῃ στόμα», Σοφ.)
3. στόμιο, άνοιγμα, εκβολές ποταμού, στενή είσοδος σε κόλπο (α. «το στόμα τού ποταμού» β. «ἥ κεῑται ἐπὶ τῷ στόματι τοῡ Ἀμπρακικοῡ κόλπου», Θουκ.
γ. «καὶ πλῆσαν ἁπάσης ἠϊόνος στόμα μακρόν», Ομ. Ιλ.
δ. «ἀλλ' ὅτε δὴ ποταμοῑο κατὰ στόμα καλλιρρόοιο ἷξε νέων», Ομ. Οδ.)
4. είσοδος ή έξοδος (α. «στόμα τού πυροβόλου» β. «το στόμα τού πηγαδιού» γ. «στόμα φρέατος», Ξεν.
δ. «χθόνιον Ἄιδα στόμα», Πίνδ.
ε. «καδίσκου στόμα», Αριστοφ.)
5. (για όπλα και εργαλεία) το μπροστινό μέρος, η όψη (α. «στόμα τής άγκυρας» — το ακρωνύχιο τής άγκυρας
β. «τὸ στόμα τῆς αἰχμῆς», Φιλόστρ.
γ. «κριοῡ... στόμα σιδηροῡν», Αθήν.)
6. (για μαχαίρι) το κοφτερό μέρος, η κόψη (α. «στόμα τού μαχαιριού» β. «καὶ πεσοῡνται στόματι μαχαίρας καὶ αἰχμαλωτισθήσονται», ΚΔ)
7. φρ. α) «μ' ένα στόμα» και «ἐν ἑνὶ στόματι» ή «ἀφ' ἑνὸς στόματος» ή «ἐξ ἑνὸς στόματος» — με μια φωνή, ομόφωνα
β) «από στόματος» — από μνήμης, απ' έξω
νεοελλ.
1. βοτ. καθένα από τα μικροσκοπικά ανοίγματα ή τους πόρους στην επιδερμίδα τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, τα οποία εξασφαλίζουν την ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού αέρα στο εξωτερικό περιβάλλον και τού διακλαδισμένου συστήματος αλληλοσυνδεόμενων αεροφόρων αγωγών μέσα στο φύλλο
2. μτφ. άτομο, πρόσωπο (α. «έχω να θρέψω πέντε στόματα» β. «μέ περιμένουν τρία στόματα»)
3. φρ. α) «στο στόμα τού λύκου» — σε μεγάλο κίνδυνο
β) «τά λέμε στόμα με στόμα» — μιλάμε εμπιστευτικά
γ) «είναι απύλωτο στόμα» — δεν ελέγχει τα λόγια του, βρίζει ή μιλάει τελείως ανεύθυνα
δ) «τού 'κλεισα το στόμα» — τόν αποστόμωσα, τόν ανάγκασα να σωπάσει
ε) «δεν ανοίγει το στόμα του» — είναι σιωπηλός ή λιγόλογος
στ) «απ' το στόμα μού το πήρες» — είπες ό,τι ακριβώς ετοιμαζόμουν να πω, μέ πρόλαβες
ζ) «τού πήρε τη μπουκιά απ' το στόμα» τόν εκμεταλλεύθηκε άγρια
η) «απ' το στόμα σου και στού θεού τ' αφτί» — λέγεται ως ευχή για την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας
θ) «βάζω κάποιον στο στόμα μου» — μιλώ για κάποιον κάνοντας δυσμενή σχόλια εις βάρος του
ι) «μπαίνω στο στόμα κάποιου» ή «μπαίνω στα στόματα τού κόσμου» — μέ σχολιάζουν και μέ επικρίνουν
ια) «βγάζω κάποιον απ' το στόμα μου» — παύω να σχολιάζω και να επικρίνω κάποιον
ιβ) «βγαίνω απ' το στόμα κάποιου» — σταματούν τα σχόλια εις βάρος μου
ιγ) «μού 'ρχεται στο στόμα» — λέω κάτι χωρίς να τό πολυσκεφθώ ή θυμάμαι αμυδρά κάτι και δεν μπορώ να τό εκφράσω
ιδ) «από στόμα σε στόμα»
i) από τον ένα στον άλλο ii) με την προφορική παράδοση
μσν.-αρχ.
(για τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τους Αποστόλους) το φερέφωνο, το όργανο, με το οποίο εκφράζεται το θέλημα τού Θεού
αρχ.
1. το μέτωπο τής παράταξης, οι πρώτες γραμμές («κελεύει δὲ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῡ στόματος ἄνδρας», Ξεν.)
2. το τάγμα τών λοχαγών («τὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα στόμα καλεῑται», Ασκλ.)
3. άκρο, χείλος, κορυφή («ἄκρον στόμα πύργων», Ευρ.)
4. ομφαλός
5. φρ. α) «ἀμφιπίπτω στόμασι» — ανταλλάσσω φιλήματα
β) «στόμα πτολέμοιο» ή «στόμα ύσμίνης» — το στόμα τού πολέμου ή τής μάχης που καταπίνει τους ανθρώπους
γ) «κατά στόμα» — πρόσωπο με πρόσωπο, απέναντι
δ) «οἱ κατὰ στόμα θεοί» — τα αγάλματα τών θεών στην είσοδο κτηρίου, αυτά που βλέπουν προς την ανατολή
ε) «κατά στόμα τινός» — κατ' αντιπαράσταση
στ) «λαλῶ στόμα κατὰ στόμα» — μιλώ με κάποιον απέναντι μου, τού τά λέω κατά πρόσωπο
ζ) «στόμα πρὸς στόμα» — προφορικά
η) «οἴγω στόμα» ή «λύω στόμα» ή «διαίρω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, μιλώ
θ) «κοιμῶ στόμα» ή «κλείω στόμα» ή «συγκλῄω στόμα» ή «ἔχω στόμα» ή «ἐπέχω στόμα» — τηρώ σιγή, σωπαίνω
ι) «δάκνω στόμα» — δαγκώνω τα χείλη, αναγκάζομαι να σωπάσω, δεν τολμώ να μιλήσω
ια) «εὖ ἔχω στόμα» — τηρώ ιερή σιγή, σε ιεροτελεστίες
ιβ) «ἀνὰ στόμα ἔχω» ή «διά στόμα λέγω» ή «διὰ στόμα ἔχω» — έχω κάποιον στο στόμα μου, αναφέρω το όνομα κάποιου
ιγ) «διὰ στόμα εἰμί» — αναφέρομαι από κάποιον
ιδ) «πᾱσι διὰ στόματος ἦν» και «πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν» και «ἐπὶ στόμα φερόμενον ἐν πᾱσι» — όλοι [ή πολλοί] μιλούσαν γι' αυτόν
ιε) «ἐπὶ στόματος» — κατά διαταγήν
ιστ) «ἑπτάπυλον στόμα» — οι εφτά πύλες τών Θηβών
ιζ) «στόμα ζωῆς» — το ακραίο, το τελευταίο σημείο τής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόμ-α, με στομ- (πρβλ. τα συνθ. σε στομ-: στομακάκη, στομαλγῶ, στόμαργος) ανάγεται σε ΙΕ τ. *stom-en- «στόμα» και συνδέεται με το αβεστ. staman- «στόμα ζώου». Δευτερευόντως η λ. εντάχθηκε στο κλιτικό σύστημα τών ουδ. σε -μα, -ματος. Από το θ. στομ- τής λ. στόμα έχει σχηματιστεί ο τ. στόμ-αχος* (βλ. και λ. στωμύλος).
ΠΑΡ. στοματικός, στομίας, στόμιο(ν), στομίς(-ίδα), στομῶ(-ώνω)
αρχ.
στοματεύω, στομάτιον, στομήρης, στομίζομαι, στομώδης
μσν.- νεοελλ.
στοματάς
νεοελλ.
στοματάκι, στοματάρα, στοματίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στομαλίμνη
αρχ.
στομακάκη, στομαλγώ, στόμαργος, στοματουργός, στομαυλώ, στομοδόκος, στομοκοπώ, στομοποιώ
νεοελλ.
στοματόκλειστρο, στοματολογία. (Β' συνθετικό) αθυρόστομος, αμφίστομος, άστομος, αυθαδόστομος, βαθύστομος, δίστομος, ελευθερόστομος, ευρύστομος, εύστομος, κακόστομος, μεγαλόστομος, μικρόστομος, μονόστομος, οξύστομος, πλατύστομος, πολύστομος, στενόστομος, χρυσόστομος, ψευδόστομος
αρχ.
αγνόστομος, απαλόστομος, αρτίστομος, βαρύστομος, βραχύστομος, δίχόστομος, ερατόστομος, ετερόστομος, ευθύστομος, ηδύστομος, θρασύστομος, ισχυρόστομος, λεπτόστομος, ξενόστομος, ξυλόστομος, οζόστομος, ολόστομος, ομοιόστομος, παχύστομος, περίστομος, σεμνόστομος, σκληρόστομος, τραχύστομος, τυφλόστομος, χαλκόστομος
νεοελλ.
αηδονόστομος, αμβλύστομος, ανοιχτόστομος, αχρειόστομος, ελαφρόστομος, μυριόστομος, πηγαδόστομος, στραβόστομος, χιλιόστομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”